- επιλησμων
- ἐπιλήσμωνἐπι-λήσμων2, gen. ονος забывающий, забывчивый Arph., Lys., Plat., Plut.
ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερος Xen. — скорее забывающий то, чему учился
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερος Xen. — скорее забывающий то, чему учился
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek
ἐπιλήσμων — apt to forget masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιλήσμων — ἐπιλήσμων , ἐπιλήσμων apt to forget masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονέστατον — ἐπιλήσμων apt to forget masc acc superl sg ἐπιλήσμων apt to forget neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονέστερον — ἐπιλήσμων apt to forget masc acc comp sg ἐπιλήσμων apt to forget neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμότατον — ἐπιλήσμων apt to forget masc acc superl sg ἐπιλήσμων apt to forget neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλῆσμον — ἐπιλήσμων apt to forget masc/fem voc sg ἐπιλήσμων apt to forget neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήσμονα — ἐπιλήσμων apt to forget neut nom/voc/acc pl ἐπιλήσμων apt to forget masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονεστάτη — ἐπιλήσμων apt to forget fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονέστατοι — ἐπιλήσμων apt to forget masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονέστατος — ἐπιλήσμων apt to forget masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)